συλφίδα

συλφίδα
η, Ν
1. είδος νεράιδας, αερικό τής κελτικής μυθολογίας
2. μτφ. κομψή, ωραία γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sylphide < νεολατ. sylphus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλφίδα — η πολύ όμορφη γυναίκα, νεράιδα, λυγερόκορμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ταλιόνι — (Taglioni). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών χορευτών. 1. Μαρία (1804 – 1884). Κόρη του χορευτή Φίλιππου Τ. Πρωτοεμφανίστηκε στη Βιέννη με το έργο του πατέρα της Εισδοχή νύμφης στην αυλή της Τερψιχόρης. Το 1827 σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία στη Γαλλία… …   Dictionary of Greek

  • σύλφη — η, Ν συλφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. sylphus] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”